- αλίπαντος
- -η, -ο (Α ἀλίπαντος, -ον) [λιπαίνω]νεοελλ.1. αυτός που δεν επαλείφθηκε με λίπος ή λιπαντικό έλαιο2. (για καλλιεργούμενα εδάφη) αυτό που δεν λιπάνθηκε με χημικό λίπασμααρχ.αυτός που δεν έχει λίπος, άπαχος.
Dictionary of Greek. 2013.