αλίπαντος

αλίπαντος
-η, -ο (Α ἀλίπαντος, -ον) [λιπαίνω]
νεοελλ.
1. αυτός που δεν επαλείφθηκε με λίπος ή λιπαντικό έλαιο
2. (για καλλιεργούμενα εδάφη) αυτό που δεν λιπάνθηκε με χημικό λίπασμα
αρχ.
αυτός που δεν έχει λίπος, άπαχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλίπαντος — η, ο 1. αυτός που δεν αλείφτηκε με λίπος ή λάδι: Άφησε τη μηχανή του αυτοκινήτου αλίπαντη. 2. (για χωράφια), αυτός που έμεινε χωρίς λίπασμα: Χωράφια αλίπαντα δεν αποδίδουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλιπάντως — ἀλίπαντος without grease adverbial ἀλίπαντος without grease masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλίπαντον — ἀλίπαντος without grease masc/fem acc sg ἀλίπαντος without grease neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλίπαστος — (I) η, ο [λιπάζω] αυτός που δεν λιπάνθηκε με χημικό λίπασμα, ο αλίπαντος*. (II) η, ο (Α ἁλίπαστος, ον) παστός, αλατισμένος, διατηρημένος σε άλμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ρηματ. επίθ. παστός < πάσσω «πασπαλίζω, περιχύνω, ραντίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”